κρισολογούμαι

κρισολογούμαι
κρισολογούμαι και κρισολογιέμαι κρίνομαι, δικάζομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρισολογούμαι — και κρισολογιέμαι 1. διεξάγω δίκη εναντίον κάποιου 2. δικάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίση + λογούμαι (< λόγος < λέγω), πρβλ. απο λογούμαι, δικαιολογούμαι] …   Dictionary of Greek

  • κρισολόγημα — το [κρισολογούμαι] δικαστικός αγώνας, δίκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”